Κι όλα γίνονταν τόσο γρήγορα που δεν προλάβαινα να διαβάζω τα χείλη τους
κι ούτε κατάλαβα πότε ανέβηκε τόσο ψηλά ο ήλιος
και ποιός κακός άνθρωπος μας εκδικήθηκε έτσι
κι άνοιξε τόσο βίαια τα πατζούρια
μα δεν έκανα τίποτα γιατί έφυγες τόσο νωρίς γιατί δε μου μιλάς πια ούτε μου χαϊδεψες τα μάγουλα όπως συνήθιζες γιατί δεν παραδέχεσαι πως στεναχωριέσαι που φεύγω;
έμενα με το σαγόνι μετέωρο και δεν μπορούσα να κρατήσω τις λέξεις μέσα στο στόμα μου
και κάθε μια που έφτυνα ήταν πιο λάθος
μα εσύ κουνούσες το κεφάλι με το βλέμμα καρφωμένο στο κενό
και χαμογελούσες
και ήταν σίγουρο πως εκείνη την μέρα κανείς δεν έμαθε τι σκεφτόσουνα
κι ύστερα με 'βρισες πάλι όπως πάντα,μόνο που δεν θυμάμαι γιατί
κι είναι άδικο γιατί ήθελα να θυμάμαι αυτή τη μέρα
τα ήθελα όλα πιο αργά
και σαλιαρίζαμε και με τάιζε κορνφλέηκς απ'τη χούφτα του
μα μου μεινε η γεύση της σάπιας σοκολάτας μετά στο στόμα
και στο χα πει πως δεν σε χόρτασα
όπως ξέρω πως θα μου παίξεις πουστιά
μα μου πε πως έχω ωραία φωνή
και τότε κατάλαβα πως όντως δεν παρεξηγούσε
και λυπήθηκα πάλι για όλα όσα δεν χωράνε στη βαλίτσα μου
κι ευχήθηκα για μια στιγμή να μην έπαιρνα τίποτα μαζί μου
αρκεί να έφευγα τώρα
που οι ώρες είναι ατελείωτες.