το πρωτο πράγμα που νιώθω είναι τα μάτια μου να υγραίνονται κι ύστερα πάντα χαμηλώνω το βλέμα να μην με πάρει κανείς χαμπάρι
ΕΣΥ ΦΥΓΕ ΚΑΙ ΠΗΓΑΙΝΕ ΦΕΡΕ ΤΟ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ ΨΩΜΙ ΑΠΤΗΝ ΚΟΥΖΙΝΑ
με το πρόσωπο του λίγα εκατοστά απ΄το δικό μου
πάλι καθόμουν δίπλα του
απ΄την μια πλευρά εγώ απ΄την άλλη η σκύλα
το ξέρω ότι το ξεκίνησε όλο αυτό με τις καλύτερες των προθέσεων
όποτε είμαστε όλοι μαζί με την γιαγιά
της πετάει κουτσομπολιά ο παρλιάρος με τον φωτη και μαρία λαιβ
μαζί και πήραν και παιδί
προσπαθεί να την εξοικειώσει με την ιδέα έτσι θέλω να πιστευω
η γιαγιά κανει γκριμάτσα αποστροφής αλλά δεν δίνει περισσότερη σημασία
κι η θεία μου που έχει κι αυτή τη μύγα μυγιάζεται
λέει τι τα λες τώρα αυτά για να την σοκάρεις γιατί δεν λες η βουγιουκλακη τα χει με τον παπαμιχαηλ το ξέρουμε πες τα χε με τον μπονάτσο
συμπληρώνει ότι το παιδί το κανε ο φωτης με μια κολλητη του και το χουνε με τον παρλιάρο
ειναι ενημερωμένη η θεία μου έχει δει και ντοκιμαντερ με σαλάχια να σου σηκώνεται η τρίχα πέντε μέτρα ξέρει και ποσοστά 10% απτα αρχαια χρόνια μέχρι σήμερα ούτε ανεβαίνει ούτε κατεβαίνει
κι άλλες θείες μου όμως είναι προοδευτικές κι έχουν άποψη
το παιδί χρειάζεται και την μάνα του και τον πατέρα του
κι ας κάνουν ότι θέλουν αυτοί
χρειάζεται να έχει και τα δύο πρότυπα
λεω δεν καταλαβαίνω τι χρειάζονται
και τότε ο μπαμπάς μου φωνάζει
και τα μάτια μου ειναι ήδη υγρά πριν σηκωθώ απ΄την καρέκλα
προφανως και θα σηκωθω
ούτως ή άλλως κάνω ότι μου ζητάει
δεν με αναγνωρίζει όποτε γυρνάω είμαι πολύ καλό κι υπάκουο παιδί
ότι θες θα κάνεις ούτε πολλά κολλιτιλικια με τον πατέρα σου δεν χρειάζεται
χωρίς πίεση έτσι μου λέει πάντα
και εγω απαντάω πάντα ναι μπαμπά με ελαφρως ειρωνικό τόνο πολύ ελαφρως δεν υπάρχει κάτι άλλο άλλωστε που θα σκεφτόμουν να απαντήσω
αυτή τη φορά απλά σηκώνομαι
για το καλό μου
τα ματια μου ειναι ήδη υγρά και το μόνο που θέλω είναι να τους γυρίσω την πλάτη να μη με δούνε
περνω το ψωμι και προσπαθω να ρουφήξω πίσω τα πρώτα δάκρυα που βγαίνουν
η μάνα μου λέει τι την διώχνεις ξέρω ότι ξέρει ότι τα μάτια μου
γυρνάω η θεία μου με τις μύγες πάνω απ΄το κεφάλι της
μου λέει αυτα τα πρότυπα κατάλαβες οτι εννοούσα
μουρμουρίζω κάτι συγκαταβατικό τύπου χτυπάω τα δάχτυλά μου στο τραπέζι πάω πάσο
πάω στην τουαλέτα να κατουρήσω
κατεβάζω τα βρακιά μου και τα κλάματα έχουν ήδη κατέβει στο λαιμό μου
κλαίω κι εκνευρίζομαι που κλαίω
κλαίω για την επίδραση που έχει πάνω μου
θυμάμαι το πρωι στο αμάξι με την άλλη θεία και τη γιαγιά
σκέφτομαι ότι αυτές οι μέρες θα ναι γολγοθάς
σιγουρεύτηκα το πρωί όταν άρχισε η γιαγιά τα δικά της
όταν φιλάει την αγουροξυπνημένη αδερφη μου και λεει αααχ πως στεναχωρήθηκα
αυτή δεν την χωνεύω εννοω θα καναμε καλύτερη παρέα αν ανέβαινες
εγώ είμαι αυτή
και ξέρω ότι δεν πρέπει να δινω σημασία στα παραλυρήματα της γιαγιάς που πάντα λέει τέτοιες βλακείες και μου χτυπάνε κατευθείαν βζιιν στο δοξα πατρί και λέω θεε μου δώσε μου δύναμη
πόσο μάλλον σήμερα δεδομένου του ότι στριφογύρναγα όλο το προηγούμενο βράδυ στο στρώμα κλαίγοντας απ'τα νεύρα μου που δεν με παίρνει ο ύπνος που με εκνευρίζει τόσο πολύ το κατεβασμένο πατζούρι που δεν μπορώ να το νιώσω πατζούρι μου δωμάτιο μου σπίτι μου πατρικό μου που δεν μπορώ να νιώσω σπίτι μου τίποτα κι αυτά που υποτίθεται πως είναι εγώ δεν μπορώ να νιώσω πως συνδέομαι μαζί του και ξέρω ότι υπερβάλω πάλι είναι πρωτο βράδυ μετά τις διακοπές με τους φίλους μου όλοι το λένε ότι τους πνίγει μετά το διαμέρισμα
αλλά αυτό είναι κάτι που νιώθω σχεδόν πάντα μετά τον διχασμό αθήνα θεσσαλονίκη
κι είναι τα νεύρα μου χάλια γενικά
βγαίνω απ΄το μπάνιο και πάω γραμμή μεστο σπίτι στην πιο μακρινη γωνία απ΄την αυλή
για να μην ακούγομαι γιατί το σπίτι είναι τρύπιο
και κλαίω μεστο σκοτάδι πλέον με σιωπηλους λυγμους και σκέφτομαι θα τρελαθώ πρέπει να τα γράψω κάπου είμαι μόνη μου με τους μεγάλους η αδερφη μου έμεινε πίσω στην αθήνα
και ανοίγω τα φώτα εκδικήτικά να πάνε να γαμηθούνε ας μπούνε κουνούπια
αλλά τα κλείνω πάλι γιατί σίγουρα θα ανέβει σε λίγο η μαμά πάνω και δεν θέλω να με δει
και κάθομαι για λίγο στο σκοτάδι και κάνω αβέβαια βηματα μπροστά και πίσω
ούτε να με δουν να γράφω θέλω ούτε να κλαίω
αλλά δεν υπάρχει επιλογή γιατί το σπίτι είναι δημόσιο
και επιτέλους νιώθω ξανά στο σπίτι μου νιώθω στη θέση μου νιώθω οικεία
εγώ να κλαίω για κάποια μαλακία που πε πάλι ο μπαμπάς και με πλήγωσε κι είμαι τόσο μικρούλα πάλι
αλλά είμαι μεγάλη πια και νιώθω πως δεν είναι το ίδιο
σκέφτομαι πάλι τη συζήτηση στο αυτοκίνητο την θεία μου να λέει τις φιλελε μαλακίες της
τον μπαμπά μου να συμπληρώνει στοιχεία χωρίς να παίρνει πραγματικά θέση
τη φάτσα μου που είναι σφιγμένη απ'αυτά που ακούω κι ύστερα όντως να ακούω τον εαυτό μου να μιλάει να λεώ τι λες ρε μπλαμπλαμπλα
τον μπαμπά μου να λέει για να συντηρήσω την συζήτηση θα πω αυτό
και πρώτη φορά να συντηρεί όντως την συζήτηση
πρώτη φορά να συμμετέχω στον οικογενειακό σπορ των πολιτικών με τέτοιο τρόπο
προσπαθώντας να εκφράσω πράγματα από άλλο πλανήτη σε άλλη γλώσσα
αλλά τουλάχιστον με κάποιο μόγγολο τρόπο να δηλώσω τη διαφωνία με όλα αυτά που ονειρεύεται η θεία μου για μας τα παιδιά τον γιο της εμένα την ελλάδα την ευρωπη
μέχρι που κάνω το λάθος να χρησιμοποιήσω τη φράση ύστερος καπιταλισμός
και τότε ο μπαμπάς λέει ότι δεν χρειάζεται να χρησιμοποιώ μεγάλες φράσεις
και του λέω μα πως αφου διαφορετικός είναι του 70 από αυτόν σήμερα
και να χτυπάω πάλι τα δάχτυλά μου στο τραπέζι πάσο και στρέφω το βλέμα μου στο παράθυρο και δεν μου ρχετε να κλάψω αλλά δεν με χωράει το πίσω κάθισμα
ολόκληρη γαιδούρα
όλα είναι καθαρά τώρα στο μυαλό μου
ανοίγω το λάπτοπ
μπαίνει η μαμά μου να πάρει κάτι λεει δεν κοιμάσαι μου λέει έχει παγωτό
βγαίνει η μαμά μου
μπαίνει ο θείος μου να πάρει κάτι άλλο μου λεει πιανεις ιντερνετ του λέω όχι
βγαίνει κι αυτός
ύστερα μπαίνει ο μπαμπάς μου λέει μάλλον σε καπέλωσα του λέω δεν με νοιάζει αυτό
με νοιάζει που μαι τόσο συναισθηματικά ευάλωτη απεναντί σου και το λέω για πρώτη φορά στη ζωή μου έτσι
μου λέει δεν είσαι έχεις τι απόψεις σου μπλα κάτι καλό που δεν κατάλαβα
μου λέει μπλα κράτα τες για κάποιο καλύτερο κοινό μπλα
αγκαλιαζόμαστε εγώ κλαίω και πιάνω τα πλαδαρά του μπράτσα
μου λέει αυριο είναι μια καινούργια μέρα θα περάσουμε καλά κοροιδεύοντας τον παπά στο μνημόσυνο κάτι λέει για κάποιο τσαντάκι του δεν καταλαβαίνω υποθέτω πως λέει για το λιβανιστιρι του δεν εχει σημασία όμως γελάω είναι ακουμπάμε τα κεφάλια μας πάνω απ το λάπτοπ ανάμεσά μας ανοιγμένο κάποιο τυχαίο παράθυρο τρίβομαι χαδιάρικα του λέω θα σε κολλήσω ψείρες μου λέει ένας πατέρας δεν το σκέφτεται ποτέ αυτό
γελάω και ρουφάω τις μύξες μου
φεύγει
γράφω λίγο ακόμα και νιώθω ήδη καλύτερα
πρώτη φορά του λέω αυτά που νιώθω ακριβως
μετά από λίγη ώρα ξαναμπαίνει μου λέει ακόμα γράφεις στο μπλογκ σου;
του λέω δεν έχω ιντερνετ μου λεει γραφεις για να τα δημοσιεύσεις αύριο
του λέω ναι
κάπου πρέπει να μιλήσω κι εγώ μουρμουράω κι έχω ήδη μετανιώσει γτ μου φάνηκε βλακεία