εκείνη τη μέρα κανείς δεν έμαθε τι έγιναν τα διγενάκια
τα πατζούρια τους μείναν όλη μέρα
κλειστά
και τα κινητά τους το ίδιο
και κανείς δεν άνοιξε όσο κι αν χτυπούσε το κουδούνι
απ'έξω
μέσα
πιο μέσα δεν κουνιόταν φύλλο
στον εγκέφαλό μου
δεν έπεφτε καρφίτσα
πυκνός σαν τσιμέντο
δεν τον διαπερνούσε τίποτα
δηλαδή
καθήσαμε στο μπαλκόνι και κοιτούσαμε κάτω στο δρόμο
πετάγαμε τσόφλια στους περαστικούς
και τα μάτια μας δεν θυμόντουσαν
να ανοιγοκλείσουν
δεν άκουσα τίποτα θα έλεγα αν με ρωτούσαν
οι κουρτίνες ήταν κλειστές-δεν τις διαπερνούσε τίποτα
κλειστές
όλες
οι κουρτίνες
όλες
και στα παράθυρα που δεν είχαμε
κρεμάσαμε σεντόνια
οι τέντες ήταν πάντα κατεβασμένες
δεν παρατήρησα καμία περίεργη δραστηριότητα
βέβαια,εμένα μου χε πει το προηγούμενο βράδυ
πως όλα τρέχανε πολύ γρήγορα για τα γούστα της
για τα γούστα της είπε
εμένα πάλι μου είπε
πως μετά που ξύπνησε
νόμιζε πως ήταν ήδη Κυριακή
εμένα δεν μου πε τίποτα εκείνη τη μέρα
μου στειλε μόνο στο τέλος της
σήμερα δεν μ'αγαπάς γιατί δεν υπάρχω
στο τέλος ποιανής;
δεν ξέρω,δεν είπε τίποτα
κι εσύ τι έκανες;
γέλασα
ναι γέλασα εντάξει;
γελάω μαζί της συχνά
κι αυτή το ίδιο νομίζω
γελάει κι αυτή μαζί της όπως γελάει και μαζί μου.
γιατί γελάει μαζί μου συχνά.
εμένα η δικιά μου δεν γελάει ποτέ.
είναι πάντα σοβαρή.
γελάει σοβαρά.
όπως και να χει
την άλλη μέρα το πρωί
τα μαλλιά της μίας είχαν γίνει γκρί
και της άλλης λιλά