Και τα απογεύματα κατηφόριζα το δρόμο της γειτονιάς μου και
πέρναγα έξω απ’το μαγαζί του,τάχα πως κατευθυνόμουν για άλλού.
Του χαμογελούσα κι αυτός μου ‘γνεφε να περάσω μέσα.
Με κέρναγε λουκουμάκι και με ΄βαζε να καθίσω στον πάγκο
να του κάνω παρέα.
Και γω τότε καθόμουν κι άρχιζα να του λέω ιστορίες,αστεία
που λέγαν τα παιδιά και πράγματα που μου συνέβησαν,προσθέτοντας κάθε φορά και
δικές μου λεπτομέριες για να τον κάνω να γελάσει.
Κι αυτός δεν ξέρω αν με πίστευε,μα γέλαγε αληθινά και μου
ανακάτευε τα μαλλιά,και φαινόταν ολοκάθαρα στο πρόσωπό του ότι με ήθελε εκεί
δίπλα του.
Μα όταν μπαίνανε πελάτισσες το πρόσωπό του σοβάρευε
ξαφνικά και μου γύρναγε την πλάτη.
Απομακρυνόταν και τις εξυπηρετούσε κάνοντας αστεία
κι αυτές χαχανίζαν,παίζαν με τα μαλλιά τους και τον
ακουμπούσανε δήθεν τυχαία.
Κι εγώ σηκωνόμουν από τον πάγκο και ψαχούλευα τα πράγματα
στο μαγαζί του και άλλαζα θέση στα βαζάκια του που τόσο τακτοποιημένα είχε
ανάλογα με το περιεχόμενο,το χρώμα και το μεγεθός τους.
Και για να τον εκδικηθώ κάθε φοράγα ξεπερνούσα τον εαυτό
μου και έχωνα τα βαζάκια πιο βαθιά και έφερνα έξω τα καταχωνιασμένα που δεν
ζητούσε κανείς.
Μια μέρα μάλιστα τον είδα.Τον είδα να χαιδεύει τα μάγουλα
μιας πελάτισσας κι είχε γύρει ολόκληρος προς το μέρος της κι ένας θεός ξέρει τι
θα γινόταν αν δεν πέταγα με δύναμη το βαζάκι που κρατούσα.
Ακούστηκε το γυαλί να σπάει κι ένας χείμαρος από βίδες
ξεχύθηκαν έξω γεμίζοντας το δωμάτιο με μεταλλικούς θορύβους.
Και τότε κι οι δύο γύρισαν για πρώτη φορά προς το μέρος
μου και με κοιτούσαν σαν να πρόσεξαν μόλις ότι ήμουν κι εγώ εκεί.
Τα μάτια του έλαμψαν για μια στιγμή μονάχα κι μου είπε
μαλακά πως δεν πειράζει ,όλα ήταν εντάξει.
Και γω του πα πως όχι,πειράζει .
Κι αυτός είπε πως ήταν μόνο μια χούφτα βίδες και τότε ήταν σειρά των ματιών μου να γυαλίσουν,γιατί
νευρίασα στα αλήθεια,κι έχωσα βαθιά το χέρι μου στο ράφι και έσπρωξα με δύναμη
όλα τα βαζάκια που ταν πάνω,ώσπου πέσαν όλα με θόρυβο στο πάτωμα και σπάσαν όλα
και κύλησαν στο πάτωμα καλύπτοντας όλη την απόσταση μεταξύ μας.
Και τότε αυτός φάνηκε να τα παίρνει για τα καλά αυτή τη
φορά γιατί με πλησίασε κι έτρεμε και με κοίταξε καλά στα μάτια και σήκωσε το
χέρι του και το χτύπησε με τόση δύναμη στο μάγουλό μου,που καμιά φορά ακόμα με
πονάει όταν το σκέφτομαι.
Κι η ανάσα μου κόπηκε για μια στιγμή,μα γρήγορα ξαναβρήκα
την αυτοκυριαρχία μου,τίναξα τη φούστα μου και περπάτησα ανάμεσα στα γυαλιά
προς την έξοδο χωρίς να κοιτάξω πίσω μου και καθώς περνούσα το κατώφλι πρόλαβα
να ορκιστώ στον εαυτό μου πως ποτέ δεν θα ξαναγύριζα.
7 σχόλια:
έλειψες καιρό...αλλά αυτό ήταν η αποζημίωση. είναι όμορφο. πονάει λίγο, μα είναι όμορφο.
πόσο γουστάρω να διαβάζω τέτοια σου κείμενα.
Με πεθαίνεις
Σκέψου το σοβαρά να γίνεις συγγραφέας!! ;)
Μου θυμισε κατι πολυ ομορφο...thanks
<3
Είσαι στγγραφέας και πολύ σημαντική
Νίκος
Δημοσίευση σχολίου