την άκουσα που μουρμούριζε κάτι μέσα απ'τα δόντια της
μου πε μην στέκεσαι στην πόρτα πέρνα
και μπήκα δειλά μην μπορώντας να πάρω τα μάτια μου από τους τοίχους και τα πράγματά της
και κάθησα σταυροπόδι πάνω στο κρεβάτι της
κι ο γάτος της ήρθε και θρονιάστηκε πάνω μου
πάνω από δέκα κιλά με ακινητοποίησαν
κι ήταν όλα τόσο παράξενα που δεν ήξερα τι να πρωτοκοιτάξω
άρχισε να μιλάει και γω πίεζα τον εαυτό μου να συγκεντρωθεί στα λόγια της μα
οι λέξεις γλιστράγαν τόσο γρήγορα η μία μετά την άλλη
και σκορπίζαν στο δωμάτιο
κι άντε να τις βρεις μέσα σ'αυτό το χάος
που τίποτα δεν είχε συνοχή μεταξύ του
και πέρασαν ώρες πολλές έτσι
μέχρι να καταλάβω πως δεν νιώθω τα πόδια μου
κι όταν προσπάθησα να τα κουνήσω να ξεμουδιάσουν
συνειδητοποίησα ότι δεν είχα πια πόδια
μου τα χε ροκανίσει ο γάτος της
κι όταν την κοίταξα τρομαγμένη
αυτή έριξε πίσω το κεφάλι της κι άρχισε να γελάει τόσο δυνατά
που πόναγε το κεφάλι μου
και μείναμε έτσι
ούτε κι εγώ δεν θυμάμαι πόσο
αυτή να γελά
και γω να μην ξέρω πως να αντιδράσω σε ένα τέτοιο κόσμο.