Σάββατο 25 Αυγούστου 2012
Σμακ ντάουν
τι είναι όλοι αυτοί οι άνθρωποι;τι υποτίθεται πως είναι;ας μου πει κάποιος.
όχι,όχι ότι με νοιάζει δηλαδή.αλλά έτσι από περιέργεια καθαρά.
αλήθεια.
ναι,το ξέρω ότι το ΄κανα πάλι.
πως έτρεχα γύρω τους να τους τυλίξω με την κλωστή και πιο γρήγορα και πιο γρήγορα μέχρι που με έπιασε ίλιγγος και δεν ήξερα πια τι έκανα και με μεθούσε αυτό το συναίσθημα γιατί τώρα καταλάβαινα τι εννοούσε όταν μου μίλαγε για την ταχύτητα και συνέχιζα πιο σφιχτά να τους τυλίγω,φιλοδοξώντας να τους κάνω κουβαράκι και να τους αφήσω να γλιστρήσουν στην τσέπη μου,να τους βγάζω και να παίζω το γιο-γιο χαλαρώνοντας και σφίγγοντας πάλι την κλωστή,πετώντας τους και κλείνοντάς τους ξανά στη χούφτα μου.το ήθελα αυτό το γιο-γιο να το χω στη συλλογή μου,να το κρεμάω στους ξινούς τοίχους του σπιτιού μου μαζί με τις προτάσεις γάμου μου κι όλα τα έπαθλα και τα κεκτημένα μου και να το βλέπω και να κορδώνομαι,να παίρνω θάρρος και να ανασκουμπώνομαι να βγω για κυνήγι πάλι σ'αυτή τη ζούγκλα εκεί έξω,για να φαίνομαι πιο μεγάλη,να πιάνω περισσότερο χώρο να μην τολμήσουν να με κατασπαράξουν.
μας σας το 'χω πει ξανα συγχωρέστε με μα αυτό είναι το ναρκωτικό μου.
τα μαγουλά μου αναψοκοκκινίζουν μόνο όταν ο ιδρώτας μου πασπαλίζεται με του θηράματος μου.
και ξέρεις είναι μια πολύ μικρή στιγμή η ανταμοιβή.Τόσος κόπος για μερικά δευτερόλεπτα μονάχα.αυτά που θα το ρίξω κάτω και θα το ακινητοποιήσω με το βάρος μου,κι αυτό ανύμπορο θα με κοιτάει στα μάτια αναγνωρίζοντας την αδυναμία του.ω μα τι έκσταση που νιώθω τότε και χαλαρώνω την λαβή μου και σηκώνομαι και τινάζω τα ρούχα μου και γυρίζω την πλάτη θριαμβευτικά και κάνω να φύγω,ελπίζοντας ότι θα μετανιώσω που δεν φύλαγα τα νότα μου,πως θα μου μπίξει κάποιο μαχαίρι πισώπλατα ή θα με ρίξει κάτω και θα με σέρνει απ'τα πόδια και το κορμί μου θα τρίβεται στο πάτωμα ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων,μα πάντα με αφήνουν να φύγω στο τέλος.
μα είναι τόσο απλό γιατί κανείς δεν καταλαβαίνει;
ευτυχώς που ο στίχος με το εισητήριο στην τσέπη είναι για τον πουξερετεποιον,όπως λέει κι αυτή.
και με ξυπνάει και μου ψιθυρίζει πως δεν χρειάζομαι πράγματα μαζί μου,όλα είναι ντάξει,δεν χρειάζομαι κανέναν.
γιογιο και μαλακίες.παιδιαρίστικα πράγματα.
Παρασκευή 24 Αυγούστου 2012
Παρασκευή 17 Αυγούστου 2012
Και τα απογεύματα κατηφόριζα το δρόμο της γειτονιάς μου και
πέρναγα έξω απ’το μαγαζί του,τάχα πως κατευθυνόμουν για άλλού.
Του χαμογελούσα κι αυτός μου ‘γνεφε να περάσω μέσα.
Με κέρναγε λουκουμάκι και με ΄βαζε να καθίσω στον πάγκο
να του κάνω παρέα.
Και γω τότε καθόμουν κι άρχιζα να του λέω ιστορίες,αστεία
που λέγαν τα παιδιά και πράγματα που μου συνέβησαν,προσθέτοντας κάθε φορά και
δικές μου λεπτομέριες για να τον κάνω να γελάσει.
Κι αυτός δεν ξέρω αν με πίστευε,μα γέλαγε αληθινά και μου
ανακάτευε τα μαλλιά,και φαινόταν ολοκάθαρα στο πρόσωπό του ότι με ήθελε εκεί
δίπλα του.
Μα όταν μπαίνανε πελάτισσες το πρόσωπό του σοβάρευε
ξαφνικά και μου γύρναγε την πλάτη.
Απομακρυνόταν και τις εξυπηρετούσε κάνοντας αστεία
κι αυτές χαχανίζαν,παίζαν με τα μαλλιά τους και τον
ακουμπούσανε δήθεν τυχαία.
Κι εγώ σηκωνόμουν από τον πάγκο και ψαχούλευα τα πράγματα
στο μαγαζί του και άλλαζα θέση στα βαζάκια του που τόσο τακτοποιημένα είχε
ανάλογα με το περιεχόμενο,το χρώμα και το μεγεθός τους.
Και για να τον εκδικηθώ κάθε φοράγα ξεπερνούσα τον εαυτό
μου και έχωνα τα βαζάκια πιο βαθιά και έφερνα έξω τα καταχωνιασμένα που δεν
ζητούσε κανείς.
Μια μέρα μάλιστα τον είδα.Τον είδα να χαιδεύει τα μάγουλα
μιας πελάτισσας κι είχε γύρει ολόκληρος προς το μέρος της κι ένας θεός ξέρει τι
θα γινόταν αν δεν πέταγα με δύναμη το βαζάκι που κρατούσα.
Ακούστηκε το γυαλί να σπάει κι ένας χείμαρος από βίδες
ξεχύθηκαν έξω γεμίζοντας το δωμάτιο με μεταλλικούς θορύβους.
Και τότε κι οι δύο γύρισαν για πρώτη φορά προς το μέρος
μου και με κοιτούσαν σαν να πρόσεξαν μόλις ότι ήμουν κι εγώ εκεί.
Τα μάτια του έλαμψαν για μια στιγμή μονάχα κι μου είπε
μαλακά πως δεν πειράζει ,όλα ήταν εντάξει.
Και γω του πα πως όχι,πειράζει .
Κι αυτός είπε πως ήταν μόνο μια χούφτα βίδες και τότε ήταν σειρά των ματιών μου να γυαλίσουν,γιατί
νευρίασα στα αλήθεια,κι έχωσα βαθιά το χέρι μου στο ράφι και έσπρωξα με δύναμη
όλα τα βαζάκια που ταν πάνω,ώσπου πέσαν όλα με θόρυβο στο πάτωμα και σπάσαν όλα
και κύλησαν στο πάτωμα καλύπτοντας όλη την απόσταση μεταξύ μας.
Και τότε αυτός φάνηκε να τα παίρνει για τα καλά αυτή τη
φορά γιατί με πλησίασε κι έτρεμε και με κοίταξε καλά στα μάτια και σήκωσε το
χέρι του και το χτύπησε με τόση δύναμη στο μάγουλό μου,που καμιά φορά ακόμα με
πονάει όταν το σκέφτομαι.
Κι η ανάσα μου κόπηκε για μια στιγμή,μα γρήγορα ξαναβρήκα
την αυτοκυριαρχία μου,τίναξα τη φούστα μου και περπάτησα ανάμεσα στα γυαλιά
προς την έξοδο χωρίς να κοιτάξω πίσω μου και καθώς περνούσα το κατώφλι πρόλαβα
να ορκιστώ στον εαυτό μου πως ποτέ δεν θα ξαναγύριζα.
Σάββατο 4 Αυγούστου 2012
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)