Τρίτη 10 Οκτωβρίου 2017

o κουβάς

καμιά φορά απολάμβανα να με παίρνουν απ'το χέρι
δεν ξέρω βεβαια αν όντως το απολάμβανα
ή αν μου το βαλε η μάνα μου στο μυαλό μου
όταν έλεγε οτι πρέπει να με πάρει κάποιος απ΄το χέρι για να κάνω κάτι
αλλά όταν τα πράγματα σκοτείνιασαν αντανακλαστικά τέντωσα τα δάχτυλά μου
να ψηλαφίσω στα τυφλά να βρω το χέρι που ευχόμουν να ναι εκεί να με βοηθήσει
δεν κλάφτηκα στην μαμά μου ότι τα κανα θάλασσα
ούτε στην αδερφή μου είπα τίποτα
τα ήξερε ήδη από άλλους
και δεν είχε καμιά όρεξη να τα συζητήσουμε
ούτε εγώ είχα της είπα
κι έκρυψα τα χέρια μου που ψάχναν απεγνωσμένα
κανένα χέρι δεν τσίμπησε εκείνες τις μέρες
να με τραβήξει έξω απ'το σκοτεινά νερά που πλατσούριζα
πεισμωμένη να μην μπω πιο μέσα

τα δυο μου χέρια κρατούσαν τον κουβά
και τα άλλα δύο ψάχναν με την άκρη του ματιού τους διακριτικά
μήπως δούνε κάποιο χέρι στον ορίζοντα

αλλά όλα κυλούσαν κανονικά
σαν κανείς να μην παρατηρούσε κάτι το ασυνήθιστο
σαν να μ'αφήναν όλοι να τα βγάλω πέρα μόνη μου
και μίλαγα κανονικά σαν να μην κρατούσα ένα σκοτεινό κουβά στα χέρια
κι οι άνθρωποι αντιδρούσαν κι αυτοί σαν να μην κρατούσα ένα σκοτεινό κουβά στα χέρια

όταν έφυγα από κει κι η πλάτη μου απομακρύνθηκε αρκετά
μπόρεσα επιτέλους να ακουμπήσω κάπου τον κουβά να πάρω μια ανάσα
και τότε το ένα μετά το άλλο τα χέρια μου άρχισαν να μου ρίχνουν κατραπακιές
άλλα για να με μαλώσουν άλλα για να με κάνουν να συνέλθω
ένα απ'τα χέρια μου τότε με τράβηξε κι άρχισα να γλιστράω σε μια κίτρινη λωρίδα
που άφηνε πίσω του ένα μεγάλο υπογραμμιστικό που κρατούσε ένα άλλο χέρι
κι έβαφε σαν τρελό ότι προλάβαινε να περάσει από μπροστά του
και κατάλαβα τότε ότι από αυτό το χέρι έπρεπε να πιαστώ να με βοηθήσει
κι έτσι το ακολούθησα να βάφει τα στόματα των αγαπημένων μου
κι ύστερα των όχι τόσο αγαπημένων μου αλλά  του κύκλου μου
κι ύστερα ανθρώπουν που πετυχαίνω στην αθήνα το βράδυ ή στα νησιά το καλοκαίρι
κι είδα όλα τα υποθετικά λόγια που έβαζα στο στόμα τους
όποτε σκεφτόμουν ότι τα κανα θάλασσα
να βάφονται κίτρινα
και τότε μόνο συνειδητοποίησα
ότι το χέρι με πήγαινε βόλτα
σ’ολα αυτά που πίστευα
ότι είναι οι κυρίαρχες αντιλήψεις
κι όλα τα χέρια που παρευρίσκονταν χειροκρότησαν
που ξεσκεπάσαμε αυτό το άλμπουμ συλλογικού φαντασιακού
που προσπαθούσε να μας πείσει ότι ήταν κουβάς
χέρια και πόδια του δώσαν μία κι έπεσε κάτω
μείναμε όρθιοι εγώ κι εσύ
κι ο κόσμος γύρω έχασκε βαμμένος κίτρινος
σημειωμένος απ’τα χέρια μου ως irrelevant

καμιά φορά πρέπει να με πάρεις απ'το χέρι
για να σκεφτώ καθαρά

1 σχόλιο:

και πράσινα άλογα είπε...

Οι άνθρωποι το πιο συχνά
δεν ξέρουν τι να κάνουνε τα χέρια τους
Τα δίνουν – τάχα χαιρετώντας – σ’ άλλους
Τ’ αφήνουνε να κρέμονται σαν αποφύσεις άνευρες
Ή – το χειρότερο – τα ρίχνουνε στις τσέπες τους και τα ξεχνούνε
Στο μεταξύ ένα σωρό κορμιά μένουν αχάιδευτα
Ένα σωρό ποιήματα άγραφα

Αργύρης Χιόνης

γκρίτινγκς πράσινα!